- γνωστικό(ν)
- το ум, разум, рассудок
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
гностици́зм — а, м. Религиозно философское течение раннего христианства, пытавшееся создать учение о боге, о происхождении и развитии мира на основе христианских религиозных догматов и восточной мифологии. [От греч. γνωστικος познавательный] … Малый академический словарь
Σευηριανός — ή, όν, Α [Σευῆρος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον Γνωστικό μονοφυσίτη Σευήρο ή Σεβήρο τής Αντιόχειας 2. (το αρσ. στον πληθ. ως ουσ.) οι Σευηριανοί οι οπαδοί τού γνωστικού Σευήρου … Dictionary of Greek
φιλισταϊσμός — ο, Ν [Φιλισταίος] στενότητα αντίληψης και άκριτος υποκειμενισμός, έκφραση τού τυφλού και μικρόψυχου εγωισμού όχι τόσο στο ηθικό όσο στο γνωστικό πεδίο … Dictionary of Greek
γνωστικός — ή, ό (AM γνωστικός, ή, όν) [γνώστης] 1. αυτός που αναφέρεται στη γνώση 2. το ουδ. ως ουσ. το γνωστικό(ν) η σύνεση, η φρονιμάδα 3. (το αρσ. πληθ.) Γνωστικοί, οι οι οπαδοί τού γνωστικισμού νεοελλ. φρόνιμος, συνετός αρχ. το θηλ. ως ουσ. ἡ γνωστική η … Dictionary of Greek
θεολογία — Η επιστήμη της χριστιανικής θρησκείας που επιζητεί να διασαφηνίσει θεωρητικά το δογματικό περιεχόμενο του χριστιανισμού και να κατοχυρώσει την ιστορική του αξία. H θ. πρέπει να διαχωρίζεται από την επιστήμη της θρησκειολογίας, η οποία έχει… … Dictionary of Greek
θεολόγια — Η επιστήμη της χριστιανικής θρησκείας που επιζητεί να διασαφηνίσει θεωρητικά το δογματικό περιεχόμενο του χριστιανισμού και να κατοχυρώσει την ιστορική του αξία. H θ. πρέπει να διαχωρίζεται από την επιστήμη της θρησκειολογίας, η οποία έχει… … Dictionary of Greek
ιδεαλισμός — Φιλοσοφική αντίληψη που δέχεται ως πρωτεύουσα οντότητα το πνεύμα και υποστηρίζει ότι δεν υπάρχει πραγματικότητα ανεξάρτητη από τη σκέψη. Υπό αυτή την έννοια ο ι. αντιτίθεται στον υλισμό, καθώς τείνει να αναγάγει το ον ή την πραγματικότητα σε μια… … Dictionary of Greek
περιβαλλοντικός — ή, ό, Ν [περιβάλλον, οντος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο περιβάλλον και στην προστασία του από φυσικές και κοινωνικές αρνητικές επιδράσεις («περιβαλλοντικά προβλήματα) 2. φρ. «περιβαλλοντική εκπαίδευση» διεπιστημονική και ολιστική… … Dictionary of Greek
σχολή — Ημιορεινός οικισμός (11 κάτ., υψόμ. 200), στην επαρχία Άνδρου του νομού Κυκλάδων. Υπάγεται διοικητικά στην κοινότητα Άνω Γαυρίου. * * * η, ΝΜΑ το ίδρυμα όπου παραδίδονται μαθήματα, σχολείο («Κυρηναϊκή Σχολή» φιλοσοφική σχολή που ιδρύθηκε από τον… … Dictionary of Greek
φαινομεναλισμός — ο, Ν (φιλοσ.) φιλοσοφική αντίληψη σύμφωνα με την οποία το γνωστικό υποκείμενο, ο άνθρωπος, γνωρίζει μόνον τα φαινόμενα, ό,τι φαίνεται σε ένα αντικείμενο, και όχι τα αντικείμενα, τα πράγματα καθ εαυτά, ότι τα αντικείμενα τής εμπειρίας και τής… … Dictionary of Greek
Βεργόπουλος, Κωνσταντίνος — (1942 –). Οικονομολόγος και πανεπιστημιακός. Σπούδασε νομικά, πολιτικές και οικονομικές επιστήμες στα πανεπιστήμια Αθηνών και Σορβόνης (Παρίσι). Στο γαλλικό πανεπιστήμιο αναγορεύτηκε διδάκτορας των οικονομικών επιστημών. Έγινε καθηγητής της… … Dictionary of Greek